- νηνίατον
- νηνίατον, τὸ (Α)φρυγικό άσμα, μελωδία η οποία συνοδευόταν με αυλό.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. φρυγικής προέλευσης (πρβλ. τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος νηνίατοςνόμος παιδαριώδης και φρύγιον μέλος. Ο τ. νηνίατος έχει διορθωθεί σε νινήατος].
Dictionary of Greek. 2013.